αλλοτινός

αλλοτινός
αλλοτινός, -ή, -ό και αλλοτεσινός, -ή, -ό
αυτός που ανήκει σ' άλλη εποχή, περασμένος: Αλλοτινοί άνθρωποι, αλλοτινά έθιμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλλοτινός — ή, ό [άλλοτε] αυτός που ανήκει σε άλλη εποχή, παλαιός …   Dictionary of Greek

  • -ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… …   Dictionary of Greek

  • άλλοτε — επίρρ. (Α ἄλλοτε) (Ν και άλλοτες Μ και ἀλλότες) (για παρελθόν ή μέλλον, συνήθως επαναλαμβανόμενο) σε άλλο χρόνο, άλλη ώρα, άλλη περίσταση, άλλη φορά αρχ. 1. σε συνδυασμό με άλλα επιρρήματα ή με την αντωνυμία ἄλλος «ἄλλως ἄλλοτε», άλλοτε με αυτόν… …   Dictionary of Greek

  • αλλοτεσινός — ή, ό [άλλοτες] ο αλλοτινός* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”